- ποδαριακό
- το, Νη πατήθρα τού αργαλειού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. -ακό, ουδ. τής κατάλ. -ακός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατήθρα — η 1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση τού υφαντικού ιστού, τού αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό 2. ο ποδοκίνητος… … Dictionary of Greek
ποδαρικό — το, Ν 1. η αντίληψη για την καλή ή την κακή επήρεια που μπορεί να έχει για το σπίτι ένα άτομο το οποίο θα μπει και θα πατήσει το πόδι του πρώτο μέσα σε αυτό, σε μια χρονικά σημαντική στιγμή, λ.χ. πρωτοχρονιά, πρωτομηνιά, έναρξη νέας εργασίας 2.… … Dictionary of Greek